Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια κλιμακούμενη δημογραφική κρίση, η οποία γίνεται έντονα εμφανής από την ανησυχητική μείωση των εγγραφών μαθητών στην Α’ Δημοτικού για το σχολικό έτος 2025-2026. Με μόλις 71.181 μαθητές να έχουν εγγραφεί, παρατηρείται μια μείωση άνω του 40% μέσα σε 15 χρόνια, σηματοδοτώντας ένα βαθύ δημογραφικό σοκ. Η παρούσα έκθεση συνοψίζει τα βασικά ευρήματα σχετικά με την ιστορική μείωση των γεννήσεων, την πολύπλοκη αλληλεπίδραση κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών παραγόντων που οδηγούν σε αυτή την τάση, καθώς και τις σοβαρές επιπτώσεις της στην εκπαίδευση, την οικονομία, την κοινωνική ασφάλιση και την εθνική ασφάλεια. Επιπλέον, εξετάζονται οι τρέχουσες κυβερνητικές πρωτοβουλίες και οι μακροπρόθεσμες προοπτικές.
Η πρόσφατη ανακοίνωση της Υπουργού Παιδείας, Σοφίας Ζαχαράκη, σχετικά με τις μόλις 71.181 εγγραφές μαθητών στην Α’ τάξη των Δημοτικών Σχολείων για το σχολικό έτος 2025-2026 έχει προκαλέσει σοβαρό προβληματισμό στην εκπαιδευτική κοινότητα και όχι μόνο. Ο αριθμός αυτός έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις περίπου 110.000 εγγραφές πριν από δέκα χρόνια και τις πάνω από 115.000 πριν από δεκαπέντε έτη, καταδεικνύοντας μια εντυπωσιακή μείωση που υπερβαίνει το 40% μέσα σε μία μόλις δεκαπενταετία. Αυτή η δραματική πτώση δεν αποτελεί απλώς μια συγκυριακή μείωση, αλλά μια σαφή εκδήλωση μιας βαθιά ριζωμένης δημογραφικής κρίσης. Τα οριστικά αποτελέσματα αυτών των εγγραφών αναμένονται στα τέλη Μαΐου 2025.
Εγγραφές στην Α’ Δημοτικού ανά σχολικό έτος
Σχολικό Έτος | Αριθμός Εγγραφών | % Μεταβολή από το 2010 |
---|
2010-2011 | 120000 | — |
2015-2016 | 110000 | -8,3% |
2020-2021 | 90000 | -25% |
2025-2026 | 71181 | -40,7% |
Ποσοστά γεννητικότητας και γονιμότητας
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια μακροχρόνια πτωτική πορεία όσον αφορά τα ποσοστά γεννήσεων, μια τάση που ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1980. Συγκεκριμένα, η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε από μια «ραγδαία μείωση» των γεννήσεων (με μέσο ετήσιο ποσοστό μεταβολής -4,7% από το 1981 έως το 1988), ακολουθούμενη από μια σταθεροποίηση τη δεκαετία του 1990. Αν και υπήρξε μια μικρή αύξηση των γεννήσεων μεταξύ 2001 και 2008 (μέσο ετήσιο ποσοστό μεταβολής 1,9%), αυτή διαδέχθηκε μια απότομη πτώση από το 2008 έως το 2021 (μέσο ετήσιο ποσοστό μεταβολής -2,7%).
Ο δείκτης γονιμότητας, ο οποίος βρισκόταν στο επίπεδο αναπλήρωσης των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα το 1980, μειώθηκε στο 1,3 το 1999 και έκτοτε κυμαίνεται μεταξύ 1,2 και 1,5, φτάνοντας στο 1,38 το 2021 και στο 1,41 το 2024. Τα στοιχεία της Eurostat για το 2023 καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα είχε ένα από τα χαμηλότερα ακαθάριστα ποσοστά γεννήσεων στην ΕΕ, με 6,8 ζώντες γεννήσεις ανά 1.000 άτομα.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. Το 2022, καταγράφηκαν 76.541 γεννήσεις, σημειώνοντας μείωση 10,31% σε σχέση με το 2021. Το 2023, οι γεννήσεις μειώθηκαν περαιτέρω, φτάνοντας τις 71.455. Για το 2024, ο αριθμός των γεννήσεων ήταν ακόμη χαμηλότερος, μόλις 62.624, μια σημαντική πτώση από το 2023. Ιστορικά, οι γεννήσεις έφτασαν στο μέγιστο των 162.839 το 1967 και στο ιστορικό χαμηλό του 20ού αιώνα των 100.643 το 1999. Συγκριτικά, ο μέσος όρος γονιμότητας στην ΕΕ το 2023 ήταν 1,38, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2004, ενισχύοντας τους φόβους για μια Ευρώπη που γερνάει με ταχείς ρυθμούς. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων στην ΕΕ.
Η δραματική μείωση των εγγραφών στην Α’ Δημοτικού για το 2025-2026 αντικατοπτρίζει άμεσα τα ποσοστά γεννήσεων περίπου έξι χρόνια νωρίτερα (παιδιά που γεννήθηκαν το 2019-2020). Η συνεχής πτώση των γεννήσεων από το 2008 και μετά, με τον αριθμό να πέφτει κάτω από τις 100.000 το 2013 και να φτάνει σε ιστορικό χαμηλό 83.756 το 2019 , δείχνει ότι η τρέχουσα κατάσταση δεν είναι απλώς μια συγκυριακή μείωση. Μια πιο προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει ότι από το 2009 έως το 2024, ο πληθυσμός των ατόμων που εισέρχονται στην ηλικία τεκνοποίησης μειώθηκε κατά 40%. Αυτό υποδηλώνει ότι η Ελλάδα βιώνει ένα φαινόμενο «χαμένων γενεών», όπου η μείωση των γεννήσεων στο παρελθόν οδηγεί σε λιγότερους δυνητικούς γονείς σήμερα, δημιουργώντας έναν ενισχυτικό κύκλο περαιτέρω μειώσεων στο μέλλον. Αυτή η δυναμική καθιστά την πρόκληση ακόμη πιο δυσοίωνη, καθώς ακόμη και μια μικρή ανάκαμψη των ποσοστών γονιμότητας θα δυσκολευόταν να αυξήσει σημαντικά τον απόλυτο αριθμό των γεννήσεων, λόγω της ήδη μειωμένης δεξαμενής γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία. Αυτό υποδηλώνει ότι η πληθυσμιακή συρρίκνωση είναι μια βαθιά εδραιωμένη τάση, η αναστροφή της οποίας θα απαιτήσει δεκαετίες, αν όχι περισσότερο.
Η δραματική μείωση των εγγραφών στην Α’ Δημοτικού για το 2025-2026 αντικατοπτρίζει άμεσα τα ποσοστά γεννήσεων περίπου έξι χρόνια νωρίτερα (παιδιά που γεννήθηκαν το 2019-2020). Η συνεχής πτώση των γεννήσεων από το 2008 και μετά, με τον αριθμό να πέφτει κάτω από τις 100.000 το 2013 και να φτάνει σε ιστορικό χαμηλό 83.756 το 2019 , δείχνει ότι η τρέχουσα κατάσταση δεν είναι απλώς μια συγκυριακή μείωση. Μια πιο προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει ότι από το 2009 έως το 2024, ο πληθυσμός των ατόμων που εισέρχονται στην ηλικία τεκνοποίησης μειώθηκε κατά 40%. Αυτό υποδηλώνει ότι η Ελλάδα βιώνει ένα φαινόμενο «χαμένων γενεών», όπου η μείωση των γεννήσεων στο παρελθόν οδηγεί σε λιγότερους δυνητικούς γονείς σήμερα, δημιουργώντας έναν ενισχυτικό κύκλο περαιτέρω μειώσεων στο μέλλον. Αυτή η δυναμική καθιστά την πρόκληση ακόμη πιο δυσοίωνη, καθώς ακόμη και μια μικρή ανάκαμψη των ποσοστών γονιμότητας θα δυσκολευόταν να αυξήσει σημαντικά τον απόλυτο αριθμό των γεννήσεων, λόγω της ήδη μειωμένης δεξαμενής γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία. Αυτό υποδηλώνει ότι η πληθυσμιακή συρρίκνωση είναι μια βαθιά εδραιωμένη τάση, η αναστροφή της οποίας θα απαιτήσει δεκαετίες, αν όχι περισσότερο.
Ετήσιος αριθμός γεννήσεων στην Ελλάδα
Έτος | Γεννήσεις | Ετήσια Μεταβολή |
---|
2010 | 114766 | — |
2015 | 91847 | -19,9% |
2019 | 83756 | -8,8% |
2024 | 62624 | -25,3% |
Πληθυσμιακή εξέλιξη και γήρανση
Ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας εκτιμήθηκε σε 10.413.982 άτομα τον Δεκέμβριο του 2023, σημειώνοντας μείωση 0,5% σε σχέση με το 2022. Την 1η Ιανουαρίου 2024, ο πληθυσμός εκτιμήθηκε σε 10.400.720 άτομα, μειωμένος κατά 0,1% σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου 2023. Οι προβλέψεις υποδηλώνουν περαιτέρω μείωση σε 8,9 εκατομμύρια έως το 2050 , με ορισμένες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για μείωση 1,5 εκατομμυρίου έως το 2050 και σχεδόν 25% έως το 2070. Η απογραφή του 2021 κατέγραψε μείωση 3,1% σε σχέση με το 2011.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες της ΕΕ με τον ταχύτερα γηράσκοντα πληθυσμό. Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω έφτασε το 22,9% το 2023 και το 23,6% το 2024. Προβλέπεται ότι αυτό το ποσοστό θα ξεπεράσει το 33% έως το 2050. Το ποσοστό των ατόμων άνω των 80 ετών σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ 2002 και 2022, με την Ελλάδα να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση (+3,5 ποσοστιαίες μονάδες, από 3,7% σε 7,2%). Η διάμεση ηλικία στην Ελλάδα ήταν 46,1 έτη το 2022, μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ.
Η συνεχής υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων, όπως επισημαίνεται από τα στοιχεία του 2023 , δημιουργεί ένα φαινόμενο που μπορεί να περιγραφεί ως «διευρυνόμενο δημογραφικό ψαλίδι». Αυτό δεν αφορά μόνο τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων, αλλά και την αύξηση των θανάτων λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Η δραματική μείωση της βρεφικής θνησιμότητας (από 40/1000 στις αρχές του 20ού αιώνα σε 3/1000 σήμερα) σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι επιβιώνουν μέχρι τα βαθιά γεράματα, συμβάλλοντας στη γήρανση του πληθυσμού και, τελικά, σε υψηλότερους αριθμούς θανάτων καθώς αυτές οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες φτάνουν σε προχωρημένη ηλικία. Η κορύφωση των θανάτων το 2021 και το 2022 λόγω της πανδημίας επιδείνωσε περαιτέρω αυτή τη φυσική μείωση. Αυτό το διευρυνόμενο χάσμα σημαίνει ότι ακόμη και αν ο δείκτης γονιμότητας ανέβαινε αύριο στα επίπεδα αναπλήρωσης, θα χρειαζόντουσαν δεκαετίες για να αυξηθεί η γενιά των γεννήσεων αρκετά ώστε να αντισταθμίσει το ποσοστό θνησιμότητας του γηράσκοντος πληθυσμού. Αυτό υποδηλώνει ότι η πληθυσμιακή μείωση είναι μια αναπόφευκτη πραγματικότητα για την Ελλάδα στο ορατό μέλλον, απαιτώντας προσαρμογή αντί αποκλειστικής εστίασης στην αναστροφή της τάσης.
«Πού πήγαν τα παιδιά;»
Κοινωνικοοικονομικοί Παράγοντες
Το υψηλό κόστος ανατροφής παιδιών αποτελεί σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για την τεκνοποίηση. Η ανατροφή ενός παιδιού στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι κοστίζει περίπου 13.000 ευρώ ετησίως, φτάνοντας συνολικά τα 233.000 ευρώ μέχρι την ενηλικίωση του παιδιού (18 ετών). Αυτό το ποσό περιλαμβάνει σημαντικές δαπάνες για ιδιωτική παιδική φροντίδα (π.χ., 2.600 ευρώ/έτος ακόμη και με voucher για ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς) και εξωσχολικές δραστηριότητες/φροντιστήρια (π.χ., 780 ευρώ/μήνα για δύο παιδιά, 850 ευρώ/μήνα για προετοιμασία πανελληνίων). Το άγχος αυτών των εξόδων ξεκινά συχνά ακόμη και πριν τη γέννηση του παιδιού.
Η οικονομική αβεβαιότητα και αστάθεια αποθαρρύνουν τη δημιουργία οικογένειας. Η οικονομική κρίση οδήγησε σε απότομη μείωση των γεννήσεων, με 114.766 γεννήσεις το 2010 (προ κρίσης) έναντι 62.624 το 2024. Η ανάγκη για ένα ανεπτυγμένο κράτος πρόνοιας και αύξηση των εισοδημάτων των νέων τονίζεται ως κρίσιμη για την αντιμετώπιση αυτής της αβεβαιότητας.
Η ανεπαρκής στήριξη των γονέων, όπως το υψηλό κόστος παιδικής φροντίδας και η έλλειψη επαρκών δομών παιδικής μέριμνας (νηπιαγωγεία, παιδικοί σταθμοί), αποτελούν σημαντικά ζητήματα. Παρόλο που υπάρχουν κρατικά vouchers, ενδέχεται να μην καλύπτουν το πλήρες κόστος. Η έλλειψη βοήθειας από τους παππούδες, ειδικά για όσους ζουν μακριά από τον τόπο καταγωγής τους, επιβαρύνει επίσης τους γονείς.
Η συνεχής αναφορά στο υπέρογκο κόστος ανατροφής παιδιών στην Ελλάδα, από τα καθημερινά έξοδα έως τα ιδιωτικά φροντιστήρια , υποδηλώνει μια «οικονομική ασφυξία» των οικογενειακών προσδοκιών. Το γεγονός ότι οι γονείς χρειάζονται οικονομική βοήθεια από τους παππούδες υποδεικνύει μια συστημική έλλειψη θεσμικής υποστήριξης για τις οικογένειες. Αυτό το υψηλό κόστος, σε συνδυασμό με την οικονομική αβεβαιότητα και τα χαμηλά εισοδήματα των νέων , δημιουργεί ένα ισχυρό αντικίνητρο για τα νέα ζευγάρια να κάνουν παιδιά, ή να κάνουν λιγότερα παιδιά από όσα επιθυμούν, συμβάλλοντας άμεσα στη δραματική μείωση των εγγραφών στην πρώτη δημοτικού. Αυτό υποδηλώνει ότι η ευρεία οικονομική ανάκαμψη από μόνη της ενδέχεται να μην είναι επαρκής για την αναστροφή της μείωσης των γεννήσεων. Απαιτείται στοχευμένη, ουσιαστική οικονομική και δομική στήριξη για τις οικογένειες (π.χ., προσιτή παιδική φροντίδα, στέγαση, άμεση οικονομική βοήθεια), καθώς η τρέχουσα δομή του κόστους καθιστά τις πολύτεκνες οικογένειες οικονομικά απαγορευτικές για πολλούς, οδηγώντας σε μια «νόρμα του ενός παιδιού».
Πολιτισμικές και lifestyle αλλαγές
Παρατηρείται μια στροφή προς τον υλισμό, την επαγγελματική ανέλιξη και την εμμονή στην καριέρα, σε συνδυασμό με πολλές ώρες εργασίας και γρήγορους ρυθμούς ζωής, που αφήνουν λιγότερο χρόνο και προτεραιότητα για τη δημιουργία οικογένειας. Η «οικονομική άνεση» και μια «καλή δουλειά» αποτελούν υψηλές προτεραιότητες για τους νέους
Οι Έλληνες αποκτούν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία. Η μέση ηλικία των γυναικών για το πρώτο τους παιδί έφτασε τα 30 έτη το 2013 και πλησίασε τα 31 το 2019 , παρόμοια με τα 31,8 έτη στην Ιταλία. Αυτή η καθυστέρηση μειώνει το συνολικό αναπαραγωγικό παράθυρο και τον αριθμό των δυνητικών γεννήσεων.
Παρατηρείται μια αυξημένη έμφαση στην ατομική αυτονομία και την αυτοπραγμάτωση. Αυτό οδηγεί σε μείωση και αναβολή των γάμων και της γονιμότητας, μικρότερα μεγέθη οικογενειών, αύξηση των διαζυγίων και άνοδο της άτυπης συμβίωσης και των γεννήσεων εκτός γάμου. Ενώ η οικογένεια παραμένει μια «καθολική αξία» , ο ορισμός και οι προτεραιότητες εντός της εξελίσσονται, με τη «δημιουργία οικογένειας/απόκτηση παιδιών» να κατατάσσεται χαμηλότερα από την «οικονομική άνεση» ή την «καλή δουλειά» για τους νέους.
Σχεδόν μία στις δύο οικογένειες στην Ελλάδα έχει μόνο ένα παιδί , με τον μέσο όρο παιδιών ανά νέο άτομο να είναι 0,3. Αυτό υποδηλώνει μια σαφή τάση προς μικρότερες οικογενειακές μονάδες, συχνά κάτω από τον επιθυμητό αριθμό παιδιών.
Η αναφορά ότι οι πολιτικές θα πρέπει να στοχεύουν στο να βοηθήσουν τις νεότερες γενιές να επιτύχουν το επιθυμητό μέγεθος οικογένειας (περίπου δύο παιδιά) , σε αντίθεση με το γεγονός ότι σχεδόν οι μισές ελληνικές οικογένειες έχουν μόνο ένα παιδί και ο μέσος όρος για τους νέους είναι 0,3 παιδιά , αποκαλύπτει ένα σημαντικό «χάσμα επιθυμίας-πραγματικότητας» όσον αφορά το μέγεθος της οικογένειας. Αυτό το χάσμα πιθανότατα οφείλεται στους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν (κόστος, αβεβαιότητα, έλλειψη υποστήριξης) και στις επιλογές τρόπου ζωής (έμφαση στην καριέρα, καθυστερημένη τεκνοποίηση), όπου τα αντιληπτά βάρη υπερτερούν της επιθυμίας για περισσότερα παιδιά. Αυτό υποδηλώνει ότι η δημογραφική κρίση δεν οφείλεται απαραίτητα σε μια θεμελιώδη απόρριψη της οικογένειας ή των παιδιών, αλλά μάλλον σε μια αδυναμία των κοινωνικών δομών και πολιτικών να επιτρέψουν στα άτομα να πραγματοποιήσουν τις οικογενειακές τους προσδοκίες. Οι αποτελεσματικές πολιτικές θα πρέπει να επικεντρωθούν στην άρση αυτών των εμποδίων, αντί να προσπαθούν να αλλάξουν τις εγγενείς επιθυμίες, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου η απόκτηση παιδιών δεν θεωρείται θυσία προσωπικών ή επαγγελματικών στόχων.
Επιπτώσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα
Η δραματική μείωση των εγγραφών στην Α’ Δημοτικού [User Query] αποτελεί άμεσο προάγγελο της συρρίκνωσης των τάξεων σε όλα τα επίπεδα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ενδεχομένως να οδηγήσει σε κλείσιμο σχολείων, ιδίως σε αγροτικές ή λιγότερο κατοικημένες περιοχές. Αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί, με τον αριθμό των μαθητών στις δύο πρώτες βαθμίδες εκπαίδευσης να προβλέπεται να μειωθεί κατά 32,1% (413.000 λιγότεροι μαθητές) έως το 2100
Η Ελλάδα έχει ήδη έναν από τους χαμηλότερους δείκτες μαθητών προς εκπαιδευτικούς στον ΟΟΣΑ και την ΕΕ σε όλες τις βαθμίδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στα δημοτικά σχολεία, ο δείκτης είναι μόλις 8,7 μαθητές ανά εκπαιδευτικό, έναντι μέσου όρου 13,1 στην ΕΕ και 14,5 στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ. Ενώ αυτό μπορεί να φαίνεται θετικό για την ποιότητα της εκπαίδευσης, ένας συνεχώς συρρικνούμενος μαθητικός πληθυσμός θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπερστελέχωση, πιέσεις για μείωση των δημόσιων δαπανών στην εκπαίδευση και λιγότερες προσλήψεις εκπαιδευτικών.
Η δραματική μείωση των εγγραφών στην Α’ Δημοτικού για το σχολικό έτος 2025-2026 αποτελεί έναν σαφή και αδιαμφισβήτητο δείκτη της εμβάθυνσης της δημογραφικής κρίσης στην Ελλάδα. Αυτό δεν είναι ένα παροδικό ζήτημα, αλλά μια συστημική πρόκληση με ρίζες σε δεκαετίες χαμηλών ποσοστών γεννήσεων, οικονομικών πιέσεων και εξελισσόμενων κοινωνικών αξιών. Το ερώτημα «πού πήγαν τα παιδιά;» απηχεί μια βαθιά εθνική ανησυχία που απαιτεί άμεση και διαρκή προσοχή.
Η παρούσα έκθεση ανέδειξε πώς αυτή η κρίση έχει επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνίας – από τον άμεσο αντίκτυπο στο εκπαιδευτικό σύστημα έως τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ασφάλιση, ακόμη και την εθνική ασφάλεια. Η διασύνδεση αυτών των προκλήσεων απαιτεί μια ολιστική και ολοκληρωμένη απάντηση πολιτικής, αναγνωρίζοντας ότι μια λύση σε έναν τομέα μπορεί να επηρεάσει θετικά άλλους.
Ενώ το Εθνικό Σχέδιο Δράσης της κυβέρνησης για το Δημογραφικό αντιπροσωπεύει ένα κρίσιμο βήμα προς μια πιο προληπτική προσέγγιση, η επιτυχία του εξαρτάται από τη διαρκή πολιτική δέσμευση, την ισχυρή εφαρμογή, τη συνεχή αξιολόγηση και την προθυμία προσαρμογής. Η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών προσφέρει πολύτιμα διδάγματα στη χάραξη ολοκληρωμένων πολιτικών οικογενειακής υποστήριξης που αντιμετωπίζουν τόσο τα οικονομικά εμπόδια όσο και τις πολιτισμικές αλλαγές, καλλιεργώντας ένα περιβάλλον όπου οι οικογένειες αισθάνονται υποστηριζόμενες και ενδυναμωμένες.
Τελικά, η αναστροφή της δημογραφικής τάσης και η οικοδόμηση ενός βιώσιμου μέλλοντος για την Ελλάδα απαιτεί μια συντονισμένη εθνική προσπάθεια, που να υπερβαίνει τους πολιτικούς κύκλους, για να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον όπου οι νέοι άνθρωποι αισθάνονται ενδυναμωμένοι και υποστηριζόμενοι να δημιουργήσουν οικογένειες και να συμβάλουν στη ζωτικότητα της χώρας. Αυτή είναι μια υπαρξιακή πρόκληση που απαιτεί συλλογική ευθύνη και ένα μακροπρόθεσμο όραμα για μια ανθεκτική και ευημερούσα Ελλάδα.