Δρ. Γιώργος Καρέτσος, για αποκατάσταση των δασών μετά από πυρκαγιές: «Η φύση ξέρει το έργο της»

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που μας απασχολούν την επόμενη μέρα της πυρκαγιάς είναι το πώς θα αναγεννηθεί το δάσος και πώς θα προχωρήσουμε στη σωστή αναδάσωση. Ο Δρ. Γιώργος Καρέτσος, δασολόγος και τέως ερευνητής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, μίλησε στο newpost και μας προσφέρει πολύτιμες γνώσεις για τη διαδικασία αναδάσωσης και την αποκατάσταση των δασικών εκτάσεων.

Στην παρούσα συνέντευξη, ο Δρ. Γιώργος Καρέτσος, δασολόγος και πρώην ερευνητής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, αναλύει τις ενέργειες που απαιτούνται για την αποκατάσταση των δασών μετά από πυρκαγιά. Με την πολυετή του εμπειρία, ο Δρ. Καρέτσος μας δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα των βημάτων που πρέπει να ακολουθηθούν για την προστασία και την αναγέννηση του φυσικού περιβάλλοντος, επισημαίνοντας παράλληλα τις προκλήσεις που υπάρχουν στην εφαρμογή τους. Από την αντιμετώπιση της διάβρωσης του εδάφους μέχρι τη σωστή διαδικασία αναδάσωσης, ο ειδικός μας εξηγεί με σαφήνεια και γνώση όλα όσα πρέπει να γίνουν, ώστε τα δάση να μπορέσουν να επανέλθουν στη φυσική τους κατάσταση και να συνεχίσουν να προσφέρουν τα πολύτιμα οικοσυστημικά τους αγαθά.

Συνέντευξη Δρ. Γιώργου Καρέτσου, Δασολόγου, τέως ερευνητή του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, στο newpost

 Μετά την φωτιά, ποιες είναι οι πρώτες ενέργειες ;;    

Το πρώτο μας μέλημα μετά τη φωτιά  είναι η διατήρηση του εδάφους στις επικλινείς περιοχές. Με τις βροχές και μάλιστα τις ακραίες, το έδαφος χωρίς βλάστηση είναι εύκολο να διαβρωθεί και να παρασυρθεί στα κατώτερα σημεία της πλαγιάς και στις επίπεδες περιοχές ή ακόμη και στη θάλασσα. Χωρίς έδαφος η περιοχή δεν μπορεί να στηρίξει μια αξιόλογη και πλούσια βλάστηση. Τα εδάφη είναι χαρτογραφημένα στους διαθέσιμους εδαφολογικούς χάρτες. Επιλέγουμε τα πλέον ευδιάβρωτα και επιχειρούμε τη σταθεροποίησή τους με κορμοσειρές από τα διαθέσιμα καμένα νεκρά δένδρα. Επίσης σημαντικό είναι να κατασκευαστούν με τα ίδια υλικά ή και με πέτρα μικρά φράγματα κατά μήκος των ρεμάτων, ώστε να συγκρατήσουν σημαντικές ποσότητες φερτών υλικών και να επιτευχθεί κατά  το δυνατόν η λεγόμενη κλίση αντιστάθμισης που θα περιορίσει τη διαβρωτική ικανότητα των νερών. Προηγείται μια μελέτη από πλευράς δασαρχείου και εφαρμόζεται από ειδικευμένους δασεργάτες. Η εμπειρία των δασαρχείων είναι δεδομένη και ήδη έχουν εκτελεστεί πολλά τέτοια έργα από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Προϋπόθεση είναι να υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι. Δυστυχώς τα περισσότερα χρήματα δεν διατίθενται στα Δασαρχεία αλλά στην τοπική αυτοδιοίκηση και δεν είναι βέβαιο ότι θα δαπανηθούν για το σκοπό αυτό. Τελευταία έχει εφαρμοστεί η αξιοποίηση χρημάτων χορηγών, αλλά οι περισσότεροι εξ αυτών δεν είναι διαθέσιμοι να χρηματοδοτήσουν τέτοιες εργασίες που είναι αφανείς εφόσον δεν προβάλλεται το «θεάρεστο» έργο τους. Άλλωστε, πλην εξαιρέσεων, το χρηματικό ποσό που συγκεντρώνεται δεν είναι και τόσο θεαματικό και δεν γίνεται με το αζημίωτο.

Πότε αρχίζουμε και καθαρίζουμε τα καμένα. Ποιος πρέπει να επιβλέπει τη διαδικασία;

 

Οι εργασίες καθαρισμού πρέπει να γίνουν κατά το δυνατόν συντομότερα και να έχουν ολοκληρωθεί πριν τις φθινοπωρινές βροχές. Δυστυχώς αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατό διότι συνήθως οι δαπάνες δεν προβλέπονται στους προϋπολογισμούς, ώστε να υπάρχει αποθεματικό για τέτοιες περιπτώσεις και η οικονομική στενότητα είναι μια συνήθης τροχοπέδη. Αυτό θα έπρεπε να αποτελεί ένα πάγιο τμήμα του βασικού σχεδιασμού αντιπυρικής προστασίας και σε περίπτωση που δεν συμβούν πυρκαγιές τα χρήματα να αξιοποιούνται για άλλες δασικές εργασίες συντήρησης πχ του δασικού δικτύου δρόμων και μονοπατιών, μελετών και άλλων διαχειριστικών πρακτικών. Είναι γνωστό άλλωστε και εξαιρετικά απογοητευτικό ότι τα περισσότερα χρήματα ξοδεύονται στην καταστολή των πυρκαγιών ως αναπόφευκτη δαπάνη και όχι στην πρόληψη και την προάσπιση της ανθεκτικότητας των ευάλωτων δασικών μας οικοσυστημάτων.

Η διαδικασία φυσικά επιβλέπεται από τις κατά τόπους Δασικές Υπηρεσίες, οι οποίες είναι ήδη υποστελεχωμένες και στην ουσία διαλυμένες, με όλες τις συνέπειες αποτελεσματικής παρακολούθησης και παραλαβής. Τα έργα προς το παρόν εκτελούνται με εργολαβίες από το λεγόμενα Δασοτεχνικά Γραφεία. Επειδή πολλά παρανοϊκά συμβαίνουν τελευταία στη χώρα μας, μην μας παραξενέψει ότι πολλά έργα στο μέλλον θα εκτελούνται από ανώνυμες τεχνικές εταιρίες άσχετες με το δασικό χώρο.

 

Η φύση από μόνη της προχωρά στην διαδικασία της αναδάσωσης. Την αφήνουμε ; 

Κατ’ αρχάς να δηλώσουμε ότι η τεχνητή αναδάσωση δεν είναι αναγκαία. Η φύση, εφόσον ολοκληρωθούν τα αντιδιαβρωτικά έργα γνωρίζει το έργο της. Αν τα καμένα δάση είναι ώριμα και διαθέτουν σπέρματα θα αναγεννηθούν μόνα τους. Δεν χρειάζεται να της κάνουμε υποδείξεις. Αν πρέπει να γίνει και πότε αναδάσωση θα το εκτιμήσουν οι ειδικοί δασολόγοι.  Δεν χρειάζεται καμία βιασύνη. Η βιασύνη εκφράζει την ανθρώπινη αγωνία για να ξαναδεί αυτό που έχασε, αύριο αν είναι δυνατό. Η φύση δεν βιάζεται και ακολουθεί επιτυχείς δρόμους χωρίς να φείδεται χρόνου. Το έργο της είναι αργό και σταθερό κατά περίπτωση και συνήθως οι κύκλοι της αναγέννησης γίνονται σε ένα βάθος χρόνου από δύο έως είκοσι δεκαετίες ή και περισσότερο. Σωστό είναι να θρηνούμε για την απώλεια και να φροντίζουμε να μην ξανασυμβεί. Ας μην σκυλεύουμε όμως στο σώμα της.

Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, η παρεμπόδιση της φυσικής αναγέννησης γίνεται μόνο από τον άνθρωπο αν δεν συμβούν άλλες κοσμογονικές αλλαγές. Κανείς άλλος δεν την εμποδίζει. Τα τελευταία χρόνια δεν πιέζεται ιδιαίτερα από τη βόσκηση και την επέκταση των αγροτικών καλλιεργειών. Το αντίθετο συμβαίνει από την εγκατάλειψη των οριακών γεωργικών εκτάσεων και τον ανθρώπινο μαρασμό της υπαίθρου. Ελάχιστοι έχουν απομείνει να θρηνούν ή να χαίρονται την ομορφιά της και φυσικά να την προασπίζουν στην αριθμητική τους αδυναμία. Οι άνθρωποι της υπαίθρου κατά το μάλλον ή ήττον έχουν αστικοποιηθεί και καλλιεργείται πλέον μόνον η πλέον παραγωγική γη. Η άλλοτε αγροδασική μορφή της υπαίθρου δεν υφίσταται και τα δάση έχουν καταλάβει ενιαία τον αρχέγονο χώρο τους.

Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που πιέζουν ισχυρά τον δασικό χώρο σχετίζονται πλέον με την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών και των ηλιακών συλλεκτών και των συνοδών έργων τους, την άναρχη επέκταση των οικισμών εντός του δάσους, και την ατέρμονη συνέχιση της εκτός σχεδίου δόμησης. Πιέσεις ασκούνται επίσης στον παραθαλάσσιο δασικό χώρο από υπερβάλλουσες τουριστικές υποδομές και την επέκταση των οδικών και πάσης φύσεως δικτύων. Σ’ αυτό συνηγορεί και η νομοθεσία που διευκολύνει την λεγόμενη «ανάπτυξη», μειώνοντας βαθμιαία τη συνταγματική προστασία του δάσους. Ας μην αναφέρουμε άλλες δευτερεύουσες οχλήσεις.

Τέλος, αν κριθεί απαραίτητο να προχωρήσουμε σε αναδάσωση που αυτό θα φανεί στο κατ’ ελάχιστο μετά από δύο έτη από την πυρκαγιά, πρέπει να υποβοηθήσουμε στο έργο της φυσικής διαδοχής και όχι της ανατροπής της. Εάν η παντοειδής φυσική αναγέννηση καλύψει το 30% της καμένης επιφάνειας, αποτρέπεται η περεταίρω διάβρωση των εδαφών. Οπότε μας δίνεται ο χρόνος της σοβαρής μελέτης και προετοιμασίας για αναδασωτικές εργασίες. Φυσικά για την αναδάσωση είναι απαραίτητο να υπάρχει διαθέσιμο φυτευτικό υλικό που παράγεται στα δασικά φυτώρια. Τα τελευταία χρόνια ελάχιστα λειτουργούν και η παραγωγική τους δυνατότητα έχει περιορισθεί. Αν προσθέσουμε ότι το φυτευτικό υλικό θα πρέπει να προέρχεται από την καμένη περιοχή για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, μάλλον είναι πρακτικά αδύνατο να προβούμε σε ορθές πρακτικές αναδάσωσης. 

Πως και από ποιους πρέπει να γίνεται η αναδάσωση και ποια εποχή φυτεύουμε; 

Η αναδάσωση είναι μια σοβαρή υπόθεση και πρέπει να γίνεται από συνεργεία εξειδικευμένα. Συνήθως ανατίθεται μετά από διαγωνισμό σε δασοτεχνικά γραφεία, με διαδικασίες που περιορίζουν σοβαρά τον αρχικό προϋπολογισμό, με συνέπεια το έργο να υποβαθμίζεται σε προσοχή και αποτελεσματικότητα. Δυστυχώς οι εργασίες με αυτεπιστασία της Δασικής Υπηρεσίας έχουν εκλείψει προ πολλού. Χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε την ποιότητα της εργασίας των εργολάβων, πρέπει να τηρούνται τα βασικά στοιχεία των κατά χρόνο και ποιότητα εργασιών. Οι περισσότεροι κάνουν σωστά τη δουλειά τους πλην της χρονικής εφαρμογής που συνήθως καθυστερεί στις γραφειοκρατικές διαδικασίες ανάδειξης του αναδόχου.

Η αναδάσωση στα μεσογειακά μας οικοσυστήματα πρέπει να γίνεται το φθινόπωρο μετά τις πρώτες βροχές, ώστε τα νεαρά φυτά να έχουν περιορίσει την αναπτυξιακή τους δραστηριότητα και να έχουν τον χρόνο προσαρμογής στην ύπαιθρο, χωρίς να τα επιβαρύνουμε με το σοκ της ξηρασίας και να εκμεταλλευτούν το διαθέσιμο νερό, που συνήθως το έχουμε σε σχετική αφθονία τον επόμενο χειμώνα και την ερχόμενη άνοιξη. Αναδασώσεις σε προχωρημένη άνοιξη μάλλον είναι καταδικασμένες και το ορθότερο είναι να αναβληθούν για το επόμενο φθινόπωρο. Αυτό ορίζει η επιστημονική θεώρηση.

Αναδασώσεις με την διαδικασία του εθελοντισμού δεν είναι καταδικαστέες ως μορφή εκπαίδευσης και καλλιέργειας περιβαλλοντικής αντίληψης. Υποκατάσταση όμως της διαδικασίας με την «ανέξοδη» προσφορά είναι προδιαγεγραμμένη αποτυχία και καταδικαστική απόφαση εκτέλεσης των περιορισμένων σε διαθεσιμότητα νεαρών φυτών. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για απάτη κάποιων που δήθεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη Δασική Πρακτική για τη διαφημιστική προβολή τους. Εκτός αυτού οι εθελοντές δεν έχουν καμία γνώση και εμπειρία σε αγροτικές εργασίες και είναι αδύνατο να χρησιμοποιήσουν κασμά και φτυάρι. Μην ξεχνούμε ότι οι περισσότεροι είναι αστοί ανεξάρτητα από τη φιλοτιμία τους να προσφέρουν. Εξαιρέσεις μπορεί να υπάρχουν από εκπαιδευμένους εθελοντές αλλά η προσφορά τους εκ των πραγμάτων είναι περιορισμένη σε Σαββατοκύριακα.   

Τα δάση μας, σε ένα σημαντικό βαθμό, αποτελούνται από πεύκα. Τα αντικαθιστούμε με πεύκα ή μπορούμε και με άλλα δέντρα. 

Τα δάση που συνήθως καίγονται πράγματι αποτελούνται από δύο είδη πεύκων τη χαλέπιο και την τραχεία (σπανιότερα από κουκουναριά). Τα άλλα είδη πεύκων (μαύρη, δασική, λευκόδερμη) βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα όπου οι πυρκαγιές είναι σπανιότερες. Αυτά τα δύο είδη είναι πυροφυτικά και αναγεννώνται ευχερώς μετά τη φωτιά όταν είναι ώριμα σε καρποφορία. Επιπλέον πρέπει να γίνει γνωστό σε όλους ότι αυτά τα δάση δεν αποτελούν το τελικό μεσογειακό δάσος της οικολογικής κλίμακας. Συνήθως ο υπώροφός τους αποτελείται από άλλα πλατύφυλλα σκληρόφυλλα είδη, όπως σχίνα, πουρνάρια, κουμαριές, αριές, αγριελιές κ.λπ.,  που δεν τους έχει δοθεί χρόνος από το απώτερο παρελθόν να κυριαρχήσουν, λόγω των επαναλαμβανόμενων πυρκαγιών. Επίσης η κυρίαρχη λαθεμένη αντίληψη είναι ότι σε περιοχές όπου κυριαρχούν δεν είναι δάσος αλλά ένας θλιβερός θαμνότοπος που προέκυψε από τη βόσκηση κυρίως των αιγών. Δεν παύει όμως και ορθά να έχουν και τον νομικό χαρακτήρα του δάσους όταν είναι σε πυκνότερη μορφή.  Δυστυχώς είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις όπου τα είδη αυτά να έχουν καταφέρει, κάτω από ιδιαίτερα ευτυχείς ιστορικές συγκυρίες, να αποκτήσουν δενδρώδη μορφή. Δεν είναι εύκολο δυστυχώς στις γραμμές μιας συνέντευξης να γίνει ξεκάθαρο αυτό. Αντίθετα κυριαρχούν οι απόψεις διαφόρων απαίδευτων που φλυαρούν ατέρμονα μπροστά σε πρόθυμους δημοσιογράφους να σχολιάζουν ανεύθυνα την αντικατάσταση των πεύκων με άλλα είδη πιο ανθεκτικά στη φωτιά. Ξεκαθαρίζουμε ότι όλα τα είδη καίγονται αλλά το επόμενο φυσικό στάδιο της πυρκαγιάς είναι η κυριαρχία των πεύκων που έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται τα άγονα δασικά εδάφη και να αναπτύσσονται με ευχέρεια όταν τα αλλά αποτυγχάνουν. Πώς να εξηγήσεις και να αντιληφθεί ο κόσμος ότι μετά το πέρας της ζωής των πεύκων που μπορεί να διαρκέσει έως δύο ανθρώπινες ζωές και εφόσον το δάσος αυτό δεν καεί θα κυριαρχήσουν τα άλλα είδη των αειφύλλων σκληροφύλλων που αναφέρθηκαν, και είναι μακροβιότερα από τα πεύκα; Όχι ότι αυτά δεν καίγονται αλλά είναι ικανά να ανακυκλώνουν συντομότερα τη νεκρή βιομάζα και να ανθίστανται κατά συνέπεια στην έναρξη και την επέκταση της φωτιάς.

Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η αντικατάσταση των πεύκων είναι πρακτικά αδύνατη. Τα άλλα πλατύφυλλα είδη, όπως η βελανιδιά για παράδειγμα, είναι απαιτητικά σε βαθιά και γόνιμα εδάφη, που δεν είναι διαθέσιμα στο δασικό χώρο που έχει απομείνει. Κάποιες φορές έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία κατά μήκος των ρεμάτων και τα κάτω μέρη των πλαγιών. Είναι βέβαια βραδυαυξή είδη και το δασικό αποτέλεσμα θα επιτευχθεί μετά από πολλά έτη όταν εμείς θα έχουμε αποχαιρετήσει τον μάταιο κόσμο. Ποιος άραγε μπορεί να φανταστεί ότι ο Θεσσαλικός κάμπος και οι πεδιάδες της χώρας μας κάποτε κυριαρχούνταν από δάση βελανιδιάς; Κάτι υπολείμματα φανερώνουν μόνο στους οξείς παρατηρητές ότι πράγματι αυτό ίσχυε. Ας μην ξεχνούμε βέβαια ότι και το πουρνάρι, αυτό το εξαιρετικά ευρύοικο φυτό είναι είδος βελανιδιάς! Ας αφεθεί λοιπόν η αναδάσωση ή μη στους ειδικούς και να πάψει η παραπληροφόρηση των αντικαταστάσεων. Οι φυτείες δεν αποτελούν δάσος. Οι πολιτικοί αρέσκονται στη φλυαρία και την απαιδευσία τους, οι πολίτες έχουν ευήκοο ους σε ότι εύπεπτο τους επιτρέπει η περιορισμένη γνώση τους. Τα δάση όμως και η φύση θέλουν την ησυχία τους.

Πηγή: Newpost

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *