Το καλοκαίρι του 1991 η Αθήνα συγκλονίστηκε από ένα πρωτοφανούς αγριότητας έγκλημα. Μέσα στη βίλα τους στην Εκάλη βρέθηκαν δολοφονημένοι ο βιομήχανος Μιχάλης Χρυσαφίδης, η σύζυγός του Ελίζαμπεθ (Λιζ) και οι δύο έφηβοι γιοι τους, ο 18χρονος Γιώργος και ο 16χρονος Αλέξανδρος.
Η υπόθεση απέκτησε διαστάσεις αστυνομικού θρίλερ: βασικός ύποπτος θεωρήθηκε ο αγαπημένος τους ταϊλανδός μπάτλερ, Πράσερτ “Τάι” Σερτουασάνα, ο οποίος εξαφανίστηκε αμέσως μετά τη σφαγή, διαφεύγοντας στην πατρίδα του, την Ταϊλάνδη.
Παρά την αγριότητα του εγκλήματος και το διεθνές ενδιαφέρον που προκάλεσε –το περιστατικό καταγράφηκε ακόμη και σε βιβλία που παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην Ελλάδα– ο δράστης δεν οδηγήθηκε ποτέ στη Δικαιοσύνη.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, το τετραπλό έγκλημα της Εκάλης παραμένει ανεξιχνίαστο, αφήνοντας πίσω του αναπάντητα ερωτήματα και ένα βαρύ μυστήριο που εξακολουθεί να στοιχειώνει την κοινή γνώμη.
Oι πρωταγωνιστές: μια ευκατάστατη οικογένεια
Ο Μιχάλης Χρυσαφίδης ήταν 43χρονος εύπορος επιχειρηματίας, ιδρυτής της εταιρείας «Χρυσαφίδης Α.Ε.» με δραστηριότητα στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια και την Αφρική. Είχε συνολικά έξι εταιρείες με τζίρο άνω των 600 εκατ. δραχμών ετησίως.
. Παντρεμένος με τη Βρετανίδα Ελίζαμπεθ Γουίντεμπανκ, ζούσαν άνετα στη βίλα τους στην οδό Θησέως στην Εκάλη με τους δύο γιους τους: τον 18χρονο Γιώργο, πρόσφατα αποφοιτήσαντα από το λύκειο και έτοιμο για σπουδές στο εξωτερικό, και τον 16χρονο Αλέξανδρο, μαθητή σε ξένο σχολείο.
Μέχρι το 1991, εργαζόταν στην οικογένεια ένας ταϊλανδός μπάτλερ, ο 28χρονος Πράσερτ “Τάι” Σερτουασάνα, που ζούσε με τη σύζυγό του και στενούς συγγενείς του στην Ελλάδα και θεωρούνταν μέλος του νοικοκυριού. Όσοι τον γνώριζαν τον περιέγραφαν ως ήρεμο, χαμογελαστό νέο.
Χρονοδιάγραμμα της τραγωδίας
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως εξής:
17 Ιουνίου 1991, βράδυ: Η οικογένεια δεχόταν φιλικό δείπνο με τη γειτόνισσα Αγγελική Παπαλεξανδράτου. Τα συζύγια συζήτησαν για ένα επερχόμενο πάρτι της κόρης της καλεσμένης. Η Παπαλεξανδράτου αποχώρησε γύρω στα μεσάνυχτα – ήταν το τελευταίο πρόσωπο που είδε ζωντανούς τους Χρυσαφίδηδες
18 Ιουνίου, πρωί: Ο Μιχάλης Χρυσαφίδης δεν πήγε στην εργασία του (εργοστάσιο βιομηχανικών ειδών), κάτι πρωτοφανές για έναν ιδιοκτήτη πάντα συνεπή. Ανησυχία στη δουλειά του. Οι συνεργάτες του τηλεφώνησαν στο σπίτι, όπου απάντησε ο μπάτλερ Πράσερτ. Εκείνος τους διαβεβαίωσε ότι «η οικογένεια έλειπε για διακοπές δέκα ημέρες και θα επέστρεφε στις 28 Ιουνίου». Στη συνέχεια ήρθε και ο κηπουρός της βίλας, ο Κυριάκος Κοίλιαρης, με δικό του κλειδί: μπήκε στην αυλή, αλλά ο «Τάι» του ξανάπε το ίδιο – ότι δηλαδή οι Χρυσαφίδηδες έλειπαν διακοπές. Όλη αυτή η μυστηριώδης απουσία άφησε συγγενείς και συνεργάτες με την εντύπωση ότι μάλλον επρόκειτο για σοβαρό απρόβλεπτο γεγονός.
19 Ιουνίου, πρωί: Στις 08:00 π.μ. ενεργοποιείται ο συναγερμός στο σπίτι (δεν διευκρινίστηκε αν έγινε λάθος ή μηχανικό σφάλμα). Περιπολικό σπεύδει, όμως ο «Τάι» δηλώνει ότι η διαρροή του συστήματος ήταν λάθος συναγερμός. Την ίδια μέρα, η σύζυγός του Πράσερτ, η Ουαζίτα, επισκέφτηκε την πεθερά της Κάνυα στο σπίτι της, ισχυριζόμενη ότι «ο πατέρας της ήταν σοβαρά άρρωστος» και έπρεπε να ταξιδέψουν άμεσα στην Ταϊλάνδη. Η Κάνυα και η Ουαζίτα έκλεισαν συνολικά τέσσερα αεροπορικά εισιτήρια: αρχικά για τον Πράσερτ και την Ουαζίτα, και στη συνέχεια για τη μητέρα και τη θεία του Πράσερτ, με ημερομηνία αναχώρησης 21 Ιουνίου 1991
20–22 Ιουνίου: Ο κηπουρός επιστρέφει στη βίλα αλλά τη βρήκε παρ’ όλα αυτά άδεια, με τα αυτοκίνητα σταθμευμένα και το μπολ του σκύλου γεμάτο τροφή που είχε μείνει ανέγγιχτο. Ξεπήδησαν πολλές απορίες για το ότι κανείς δεν άνοιγε τα σπίτια όταν υπήρχε συνήθως κάποιος μέσα Ο συναγερμός είχε χτυπήσει ξανά χωρίς να δώσει σαφή απάντηση.
21 Ιουνίου, 17:40: Ο «Τάι» Σερτουασάνα, μαζί με τη σύζυγό του, τη μητέρα και τη θεία του, επιβιβάζονται στην πτήση της Thai Airways για Μπανγκόκ. Πριν από την αναχώρησή του, ο Πράσερτ είχε κολλήσει στην είσοδο της οικίας ένα σημείωμα γραμμένο στα ελληνικά: «Η οικογένεια Χρυσαφίδη λείπει για διακοπές και θα επιστρέψει στις 28 Ιουνίου». Αντίστοιχα, ο ανιψιός του Χρυσαφίδη ανέφερε στους αστυνομικούς ότι βρήκε στο σπίτι κλειδωμένη την κεντρική πόρτα και ένα αγγλόφωνο σημείωμα υπογεγραμμένο «Άλις» (το ψευδώνυμο της Ουαζίτα) με ανάλογο περιεχόμενο. Κανείς πια δεν είχε αμφιβολία ότι ο Πράσερτ και οι συγγενείς του είχαν φύγει δραματικά προς την Ταϊλάνδη, αφήνοντας ανείπωτη βία πίσω τους.
Η φρικτή αποκάλυψη
Τελικά, η φρίκη αποκαλύφθηκε το απόγευμα της 24ης Ιουνίου 1991: ο ανιψιός του Χρυσαφίδη, Αλέξανδρος Μακρίδης, μαζί με γείτονες και συνεργάτη της οικογένειας, κατέφυγαν στη βίλα έπειτα από μέρες άσκοπης απουσίας των Χρυσαφίδηδων. Κάλεσαν κλειδαρά για να ανοίξει την κεντρική πόρτα. Κατεβαίνοντας στο υπόγειο, αντίκρισαν ένα σκηνικό απρόσμενης φρίκης: σε τρία ξεχωριστά δωμάτια βρέθηκαν τα πτώματα των τεσσάρων μελών της οικογένειας, όλα σκεπασμένα με κουβέρτες ή πετσέτες και με εμφανή σημάδια άγριου βασανισμού.
Στο πρώτο δωμάτιο βρέθηκε ο 16χρονος Αλέξανδρος, με το στόμα κλειστό από πουκάμισο, τα χέρια και πόδια δεμένα με πλαστικό σχοινί. Το σώμα του ήταν ανελέητα χτυπημένο – το στέρνο του είχε σπάσει και το κρανίο του είχε συνθλιβεί από βαριοπούλα.
Στο διπλανό δωμάτιο κείτονταν δε ο 18χρονος Γιώργος, επίσης φιμωμένος με πετσέτα και δεμένος. Είχε δεχθεί βαριά χτυπήματα και ήταν σκεπασμένος με κουβέρτα. Κοντά του βρέθηκε και το πτώμα του πατέρα, 48χρονου Μιχάλη, ξυλοκοπημένου αλλά όχι δεμένου
Στο τρίτο δωμάτιο, μόνη της, βρισκόταν η 43χρονη Ελίζαμπεθ (Λιζ). Δεν ήταν δεμένη, φορούσε ένα επίσημο φόρεμα αλλά δεν φορούσε εσώρουχο – στοιχείο που οδήγησε την αστυνομία στο συμπέρασμα ότι πιθανόν είχε βιαστεί πριν δολοφονηθεί. Ο υπέροχος κόσμος της εύπορης οικογένειας είχε μετατραπεί σε εφιάλτη.
Στα σημεία βρέθηκαν τα όπλα του εγκλήματος: μια βαριοπούλα, ένα τσεκούρι και ένα σκεπάρνι – όλα λερωμένα με αίμα των θυμάτων. Πυκνός οσμής αίματος μύριζε το υπόγειο, το οποίο οι δράστες είχαν προσπαθήσει μάταια να καθαρίσουν. Σημειωτέον, ότι οι σφαγείς είχαν πασπαλίσει τις κουβέρτες και τις πετσέτες με άρωμα – ίσως σε μια προσπάθεια να καλύψουν την οσμή της αποσύνθεσης. Το χρηματοκιβώτιο στο σπίτι είχε αρχικά βρεθεί κλειδωμένο: όταν οι αστυνομικοί το άνοιξαν, εντόπισαν μέσα χρυσό, κοσμήματα και ομόλογα, αλλά δεν βρήκαν χρήματα. Η απορία ήταν ότι, αν επρόκειτο για ληστεία, κάποιος είχε ήδη πάρει τα χρήματα (και ορισμένα τιμαλφή) που υπήρχαν εντός.
Τα ιατροδικαστικά ευρήματα αποκάλυψαν επίσης τη χρονική αλληλουχία των στυγερών φόνων: τα παιδιά θυσιάστηκαν πρώτα – δολοφονήθηκαν στις 20 Ιουνίου, υπό άγριο βασανισμό, ενώ αναγκάζονταν οι γονείς τους να παρακολουθούν τον εφιάλτη τους. Τη δεύτερη μέρα (21 Ιουνίου) δολοφονήθηκε ο πατέρας, και στην τελευταία φάση (23 Ιουνίου) η μητέρα Εκείνη η τελευταία λεπτομέρεια συγκλονίζει: η Λιζ Χρυσαφίδη σκοτώθηκε ύστερα από την ημερομηνία αναχώρησης του «Τάι» για την Ταϊλάνδη Η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε ότι ο θάνατός της σημειώθηκε 24–30 ώρες πριν από την ανακάλυψη, δηλαδή στις 23 Ιουνίου – την ώρα που ο μπάτλερ είχε ήδη «φτάσει» στην πατρίδα του. Αυτό σημαίνει ότι στη δολοφονία της ο ρόλος του Ταϊλανδού είναι αμφισβητούμενος: ήταν «συνεργός» απλά στις πρώτες φάσεις; Κάποιος ή κάποιοι συνέχισαν μόνοι τους μετά;
Ο ύποπτος μπάτλερ και η διαφυγή
Η ασφάλεια εστίασε γρήγορα τις υποψίες στον Πράσερτ “Τάι” Σερτουασάνα. Ο 28χρονος Ταϊλανδός υπηρετούσε στην οικογένεια από το 1989 και ζούσε μέσα στο σπίτι τους. Όλοι όσοι τον γνώριζαν τον είχαν χαρακτηρίσει ευγενικό και ήρεμο. Όμως η ομοβροντία των στοιχείων τον έδειχνε ως βασικό υπόπτο: από τη μια το γεγονός ότι εξαφανίστηκε αμέσως μετά το έγκλημα, από την άλλη οι ψεύτικες εξηγήσεις που έδινε σε όσους τον αναζήτησαν.
– Ψευδή στοιχεία πριν την αναχώρηση: Σε όσους ρώτησαν μετά τις 18 Ιουνίου, ο «Τάι» έδινε συνέχεια την ίδια απάντηση: ότι η οικογένεια θα επέστρεφε από ένα ταξίδι στις 28 Ιουνίου. Στη σύζυγο της εξυπηρέτριας οικογένειας Πουλιάζη, μάλιστα, η Ουαζίτα Σερτουασάνα τηλεφώνησε δήθεν από την Εκάλη και είπε ότι τον πατέρα της «τον πέθανε σοβαρά άρρωστο» και έπρεπε να επιστρέψουν επί τόπου στην Ταϊλάνδη. Ωστόσο, οι συγγενείς του Πράσερτ διαπίστωσαν αργότερα ότι ο φερόμενος «άρρωστος πατέρας» ήταν στην υγεία του.
– Το ταξίδι προς την Ταϊλάνδη: Στις 17:40 της 21ης Ιουνίου 1991, ο Πράσερτ, η σύζυγός του, η μητέρα και η θεία του επιβιβάστηκαν σε πτήση για Μπανγκόκ. Ο ίδιος ο Πράσερτ έγραψε ένα ελληνόφωνο σημείωμα στην πόρτα της οικίας ότι «λείπουν για διακοπές», ενώ ο ανιψιός του πατέρα του γράμμα ελληνόφωνο με υπογραφή «Άλις» (το ελληνικό ψευδώνυμο της συζύγου του). Με αυτή τη νότα (ένδειξη απουσίας), κανείς πια δεν πίστεψε ότι οι Χρυσαφίδηδες ήταν όντως απούσες.
– Οι λόγοι και το κίνητρο: Οι αρχές αμέσως στράφηκαν στον Πράσερτ ως δράστη λόγω του κλειδιού που είχε, της εμπιστοσύνης που του έδειχναν, αλλά και της άμεσης διαφυγής του. Εξέφρασαν μάλιστα την εκτίμηση ότι ίσως ήθελε είτε να βιάσει την Ελίζαμπεθ, είτε επιδεικτικά να εκδικηθεί «ταξικά» τους εύπορους εργοδότες του. Σημειώνουν όμως επίσης πως δεν πήρε κανένα χρηματικό ποσό ή πολύτιμο αντικείμενο από τη βίλα (το χαρτοφύλακα του Χρυσαφίδη με θεωρούμενο μισό εκατομμύριο δραχμών μέσα δεν βρέθηκε). Αυτό σημαίνει ότι το κίνητρο δεν ήταν απλώς ληστεία, αλλά κάτι πιο σκοτεινό – ίσως η ανάκτηση ενός μυστικού που ήξερε η οικογένεια.
Ωστόσο, εκτός από τον ίδιο τον «Τάι», οι εξελίξεις παρέπεμπαν στον ρόλο συνεργού. Δεν είναι δυνατόν ο Πράσερτ να είχε διαπράξει τόσο φρικτό σφαγιασμό χωρίς βοήθεια. Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ του Πρώτου Θέματος, «το πιο σκοτεινό σημείο της υπόθεσης είναι ότι ο μπάτλερ δεν μπορούσε να διαπράξει το έγκλημα χωρίς ένα συνεργό». Το γεγονός ότι η Ελίζαμπεθ δολοφονήθηκε όταν ο «Τάι» είχε ήδη αναχωρήσει, υποδηλώνει ξεκάθαρα πως κάποιος (ή κάποιοι) συνέχισαν μόνοι το αποτρόπαιο έργο του. Μέχρι σήμερα εικάζεται ότι ο Πράσερτ ήταν απλά «βολικός ένοχος», πιθανόν εκφοβισμένος ή απατεώμενος ώστε να μπει στην οικία, αλλά έπειτα βγήκε από το κάδρο και επέστρεψε στην Ταϊλάνδη.
Η έρευνα που έμεινε μισή
Η έρευνα της Δίωξης εγκλημάτων δεν στάθηκε ικανή να βρει τους τελικούς δράστες. Ταξίδεψε αμέσως το βλέμμα της στην άλλη άκρη του κόσμου – στην κυβέρνηση της Ταϊλάνδης. Παρά την άνευ προηγουμένου αγριότητα, η Ταϊλάνδη αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις ελληνικές αρχές για την έκδοση του «Τάι». Όπως σημειώνει το Βήμα, παρά τις πιέσεις και δύο υψηλού επιπέδου συναντήσεις (1993 και 1995) μεταξύ ελληνικών και ταϊλανδικών αρχών, δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Η Ταϊλάνδη επικαλέστηκε έλλειψη διμερούς συμφωνίας και έτσι ο Πράσερτ Σερτουασάνα δεν εκδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Επίσης, το 1995 ομάδα ταϊλανδών αξιωματούχων συναντήθηκε με Έλληνες ανακριτές, αλλά ούτε αυτό έφερε συλλήψεις
Έκτοτε, η υπόθεση έχει μείνει ανολοκλήρωτη. Δεν βρέθηκε ποτέ έγκυρη μαρτυρία ή κατηγορία για συνεργούς. Ο Πράσερτ καταζητείται με διεθνές ένταλμα μέσω της Interpol, αλλά μέχρι σήμερα (δεκαετίες μετά) δεν έχει εντοπιστεί και δεν έχει ανακριθεί στις αρχές της πατρίδας του. Παρά τις διεθνείς προσπάθειες, ο κύκλος γύρω από τη δολοφονία έκλεισε ανεπιστρεπτί.
Ανείπωτο μυστήριο: το έγκλημα που στοιχειώνει
Η δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη παραμένει ένα από τα πιο σκοτεινά ανεξιχνίαστα εγκλήματα στην ιστορία της Ελλάδας. Ουδείς μπήκε σ’ ένα δικαστήριο γι’ αυτό το τετραπλό μακελειό, και όλες οι εξηγήσεις παραμένουν υπόνοιες και σενάρια. Η υπόθεση έχει μείνει ανεξιχνίαστη παρά τις δεκαετίες και εξακολουθεί να στοιχειώνει την κοινή γνώμη. Όπως σημειώνουν οι τότε ιατροδικαστές και οι εφημερίδες, το διακύβευμα – οι σκιές πίσω από το άγριο έγκλημα – παραμένει κρυμμένο. Ο μύθος του «κακού μπάτλερ από την Ταϊλάνδη» προσθέτει ακόμη μυστήριο, ειδικά όταν το μόνο που απομένει είναι ένα γράμμα-διαθήκη που έστελνε όλη την περιουσία στον ανιψιό σε περίπτωση συμφοράς
Το ανεξιχνίαστο αυτό μακελειό στην Εκάλη δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Ανήκει στη μεγάλη κατηγορία των ανεξιχνίαστων εγκλημάτων που έχουν σοκάρει την ελληνική κοινωνία. Άλλες υποθέσεις (παλαιότερες και πιο πρόσφατες) όπου οι δράστες δεν βρέθηκαν ποτέ έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στη συλλογική μνήμη. Το τραγικό φινάλε της οικογένειας Χρυσαφίδη, ωστόσο, καταγράφεται στις κορυφαίες αυτών των ανεξιχνίαστων θρίλερ, με το φάσμα της «οργής των αδικημένων» να πλανιέται ακόμα πάνω από το Οικοτροφείο της οδού Θησέως. Σε μια εποχή όπου κάθε εβδομάδα αναδεικνύονται σοκαριστικά εγκλήματα, η ιστορία αυτό τούτου του τετραπλού φονικού επιμένει να απασχολεί και να προβληματίζει – δείχνοντας πόσο εύκολα το σκοτάδι μπορεί να κρύψει τη φρικτή αλήθεια.
Πηγή: Newpost