Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Η εισβολή του ελληνικού στρατού και η εκδίωξη των Οθωμανών από την πόλη μετά από σχεδόν πέντε αιώνες καταπίεσης έφεραν κύματα χαράς και απελευθέρωσης. Το πολυεπίπεδο αυτό ιστορικό γεγονός περιλαμβάνει στρατιωτικές κινήσεις, πολιτικές πιέσεις και διπλωματικές διαβουλεύσεις, αναδεικνύοντας τόσο τη στρατιωτική ανδρεία όσο και τις πολιτικές βλέψεις της εποχής.
Η Θεσσαλονίκη, δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας και πολυπολιτισμικό κέντρο της Μακεδονίας, αποτέλεσε σημείο αδιάκοπης στρατηγικής και εμπορικής σημασίας επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η απελευθέρωσή της σήμανε το τέλος της μακράς καταπίεσης, με τους κατοίκους της πόλης να υποδέχονται τον ελληνικό στρατό ως ελευθερωτές. Η αναβίωση του ελληνικού πνεύματος και της ελευθερίας στη Μακεδονία ήταν το πρώτο μεγάλο βήμα στην αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας.
Την Θεσσαλονίκη την διεκδικούσαν πέντε λαοί. Οι Οθωμανοί, που ήθελαν να την κρατήσουν, υπό την κυριαρχία τους, οι Έλληνες, οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι και οι Αυστριακοί, που αναζητούσαν μια έξοδο, στο Αιγαίο, για να γίνουν μια υπερδύναμη της εποχής. Οι Αυστριακοί είχαν συνδέσει σιδηροδρομικώς την Βιέννη με την Θεσσαλονίκη. Η τότε Αυστροουγρική Αυτοκρατορία, ήθελε και την Θεσσαλονίκη, για να επεκτείνει το εμπόριο της. Με την προσθήκη της Θεσσαλονίκης, η Αυτοκρατορία, θα είχε και τρεις μεγάλες πρωτεύουσες, την Βιέννη, την Βουδαπέστη και την ελληνική πόλη και από μεγάλη δύναμη της εποχής, θα μετατρέπονταν σε υπερδύναμη.
Η Θεσσαλονίκη ήταν ένα σημαντικό λιμάνι, με την θέση να είναι στρατηγικής σημασίας. Ήταν ένα σταυροδρόμι πολιτισμών και εμπορίου. Ο πληθυσμός ήταν μικτός και ξεπερνούσε τις 150.000.
Οι εθνικότητες της πόλης
- Εβραίοι: 50.000
- Τούρκοι: 45.000
- Έλληνες: 40.000
- Λοιπές εθνικότητες: 15.000
Η προετοιμασία του Ελληνικού Στρατού για την επιχείρηση της Θεσσαλονίκης
Ο σχεδιασμός για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ξεκίνησε ήδη από τα πρώτα στάδια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Η Ελλάδα, ως μέρος των Βαλκανικών Συμμαχιών, είχε σκοπό να επεκτείνει την κυριαρχία της και να απελευθερώσει περιοχές με ελληνικό πληθυσμό. Το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε να στραφεί πρώτα προς την περιοχή της Κοζάνης, ενώ ακολούθησε το Σαραντάπορο και κατόπιν η Θεσσαλονίκη, έχοντας κατά νου όχι μόνο στρατιωτικούς αλλά και πολιτικούς στόχους.
Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κατανόησε πλήρως τη στρατηγική και πολιτική σημασία της Θεσσαλονίκης για το νέο ελληνικό κράτος και εξέφρασε στον διάδοχο Κωνσταντίνο την ανάγκη άμεσης κατάληψής της, ώστε η Ελλάδα να μην καθυστερήσει σε σχέση με τις άλλες συμμαχικές δυνάμεις, κυρίως τη Βουλγαρία.
Όταν πιάνουν δουλειά οι κατάσκοποι
Όλες οι χώρες, αν και σύμμαχες, είχαν επιστρατεύσει τους κατασκόπους τους, προσπάθουν να συλλέξουν χρήσιμες πληροφορίες για τις κινήσεις των στρατών. Ο πράκτορας Θανάσης Σουλιώτης, με το ψευδώνυμο Νικολαΐδης μεταβαίνει στο Σιδηρόκαστρο, για να συναντήσει τον Βούλγαρο στρατηγό Τεοντόροφ. Στην είσοδο, του στρατιωτικού νοσοκομείο, κάποιος τον φωνάζει στα ελληνικά και του αποκαλύπτει την πιο κρίσιμη πληροφορία του πολέμου. Τα λόγια του ήταν τα εξής: «Γνωρίζω οτι σπεύδουν προς Θεσσαλονίκη, οι Βούλγαροι. Ειδοποίησε την Αθήνα».
Την πολύτιμη πληροφορία, έδωσε ο γιατρός του Βουλγαρικού στρατού, Φίλιππος Νίκογλου, Έλληνας γιατρός, αλλά με βουλγαρική υπηκοότητα. Ο Νίκογλου άκουσε στο νοσοκομείο, ότι ετοιμάζονταν η άμαξα του Βούλγαρου Τσάρου, για να μεταβεί στην Θεσσαλονίκη και ο στρατός καλπάζει χωρίς αντίσταση προς την πόλη.
Ο Νίκογλου, προσπαθούσε να βρει επαφή με την ελληνική κυβέρνηση και η τύχη τον έφερε να συναντήσει τον Σουλιώτη.
Ένας άλλος κατάσκοπος, ήταν ο γιατρός Απόστολος Δοξιάδης, που υπηρετεί στο Γενικό Στρατηγείο της Βουλγαρίας. Ο Δοξιάδης, έχει εξαιρετικές πληροφορίες και φροντίζει ο ίδιος να ενημερώνει την ελληνική κυβέρνηση.
Οι Βούλγαροι, τον αντίληφθηκαν και έβγαλαν ανακοίνωση συλλήψεως, αλλά ευτυχώς για τον ίδιο κατάφερε και ξέφυγε και μεταβεί στην Αθήνα.
Η προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη και οι πρώτες στρατιωτικές επιχειρήσεις
Με τη νίκη στα Γιαννιτσά στις 19 Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός στρατός εξασφάλισε μια σημαντική θέση, αφήνοντας την Θεσσαλονίκη εκτεθειμένη. Οι Οθωμανοί γνώριζαν πως η αντίστασή τους ήταν καταδικασμένη, ωστόσο επέμειναν στις διαπραγματεύσεις, επιδιώκοντας να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους στη Μακεδονία, ακόμα και υπό ελληνικό στρατιωτικό έλεγχο. Οι Οθωμανοί αξίωναν να διατηρήσουν τον στρατιωτικό τους εξοπλισμό, κάτι που ο διάδοχος Κωνσταντίνος απέρριψε κατηγορηματικά.
Ανταλλαγή τηλεγραφημάτων πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου – Αρχιστράτηγου διάδοχου Κωνσταντίνου
Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού.
Ο Βενιζέλος, όμως που γνώριζε τις κινήσεις του Βουλγαρικού στρατού, τηλεγράφησε στον Κωνσταντίνο να κινηθεί ταχύτατα προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά όταν διαπίστωσε ότι ο διάδοχος κωλυσιεργούσε απέστειλε το περίφημο τηλεγράφημα:
Βενιζέλος: «Αναμένω να μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα ακολουθήση η προέλασις του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι
πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην».
Κωνσταντίνος: «Ο Στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».
Βενιζέλος: «Σας το απαγορεύω»! (Η ύπαρξη τέτοιας απάντησης του Βενιζέλου δεν είναι βεβαιωμένη και από μερικούς θεωρείται ότι δεν υπήρξε ή ότι τελικά δεν στάλθηκε, αλλά για την πρόθεση του Βενιζέλου να τη στείλει ενημερώθηκε βασιλιάς και γι’ αυτό αποφάσισε να πάει επιτόπου και να πιέσει τον γιο του και αρχιστράτηγο να μεταβάλει τη γνώμη που είχε για την ακολουθητέα πορεία).
Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α’ και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19 – 20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του ελληνικού στρατού. Ο Χασάν Ταξίν Πασάς που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.
Την επομένη, έφθασαν στο Γενικό Στρατηγείο δύο Τούρκοι αξιωματικοί του επιτελείου του Ταξίν πασά για διαπραγματεύσεις. Ο Κωνσταντίνος τους δήλωσε ότι δεχόταν να παραιτηθεί από τη μάχη, με την προϋπόθεση να παραδοθεί ο Τουρκικός Στρατός αφοπλισμένος, ως αιχμάλωτος πολέμου, εκτός από τους αξιωματικούς που θα διατηρούσαν τα ξίφη τους, και να μεταφερθεί με δαπάνες της ελληνικής κυβερνήσεως σε λιμάνι της Μικράς Ασίας.
Η διαπραγμάτευση με τον Χασάν Ταχσίν Πασά
Στις 25 Οκτωβρίου 1912, οι διαπραγματεύσεις έφτασαν σε κομβικό σημείο. Ο αρχιστράτηγος Χασάν Ταχσίν πασάς, μη μπορώντας να συνεχίσει την άμυνα λόγω της αριθμητικής υπεροχής των Ελλήνων, αλλά και για να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία, δέχθηκε τελικά τους όρους παράδοσης της Θεσσαλονίκης. Ο ελληνικός στρατός προετοιμάστηκε για την τελική επίθεση, με τη σιγουριά ότι η Θεσσαλονίκη θα παραδιδόταν αναίμακτα.
Η είσοδος του Ελληνικού Στρατού στη Θεσσαλονίκη
Στις 26 Οκτωβρίου, ημέρα του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης, ο ελληνικός στρατός εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη. Η συγκίνηση ήταν διάχυτη, με τους κατοίκους να βγαίνουν στους δρόμους, να ραίνουν τα ελληνικά στρατεύματα με λουλούδια και να ζητωκραυγάζουν. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος και ο ελληνικός στρατός υποδέχθηκαν με δάκρυα χαράς τις εορταστικές εκδηλώσεις που οργανώθηκαν προς τιμήν τους.
Η πρώτη ελληνική μονάδα που εισήλθε στη Θεσσαλονίκη το μεσημέρι της 27ης Οκτωβρίου ήταν το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου με τμήμα Ιππικού. Μέσω των κεντρικών οδών, τα στρατεύματα κατευθύνθηκαν στο διοικητήριο και εγκαταστάθηκαν στους εκεί στρατώνες. Ο ενθουσιασμός του κόσμου ήταν απερίγραπτος, όπως γράφει ο τότε μαθητής Χ. Χαρίσης:
«Ἔλαβον χώραν σκηναὶ ἀσυλλήπτου ἐνθουσιασμοῦ. Τριακόσιοι μαθηταὶ μὲ τὰ μπλὲ πηλίκια καὶ ἕνα πλῆθος Ἑλλήνων, τοὺς περικυκλώσαμε καὶ ζητωκραυγάζαμε ἔξαλλοι. Ὅλοι φιλήσαμε τὴν Πολεμικὴν Σημαίαν, μὲ δάκρυα χαρᾶς».
Στις 28 Οκτωβρίου εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄. «Η σημαία μας πρωτοϋψώθηκε στο Λευκό Πύργο εκείνη την ημέρα το πρωί, την ώρα ακριβώς που έρχονταν απ’ τον παραλιακό δρόμο η παρέλαση της νίκης. Τα κανόνια στημένα εκεί κοντά, χαιρετούσαν με πυροβολισμούς, τα καράβια στο λιμάνι σφύριζαν όλα μαζί και έφιπποι προπορεύονταν του στρατού ο βασιλεύς Γεώργιος, ο Διάδοχος και το Επιτελείο. Ο κόσμος που είχε ξεχυθεί στους δρόμους, ζητωκραύγαζε έξαλλος και πολλά μάτια δάκρυσαν από συγκίνηση» έγραψε στα Απομνημονεύματά του ο Θεσσαλονικιός Αλέξανδρος Ζάννας περιγράφοντας τη στιγμή
Το τηλεγράφημα του Βενιζέλου
Ἀρχηγὸν Στρατοῦ Θεσσαλονίκην.
Βεβαιούμενος ἀπὸ τὸ ἐκ Θεσσαλονίκης σταλέν μοι τὴν ἑσπέραν ταύτην τηλεγράφημα τῆς Ὑμετέρας Βασιλικῆς Ὑψηλότητος τὴν εἴσοδον αὐτῆς καὶ συνεπῶς καὶ τοῦ ἡμετέρου στρατοῦ εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς Μακεδονίας, σπεύδω νὰ διαβιβάσω αὐτῇ καὶ τῷ γενναίῳ στρατῷ τὰ θερμὰ συγχαρητήρια τῆς Κυβερνήσεως.
Ἀθῆναι 28-Χ-12 Μεσονύκτιον
Βενιζέλος
Το συγχαρητήριο τηλεγράφημα του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου στάλθηκε στον αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού Διάδοχο Κωνσταντίνο την ημέρα που ο ίδιος, επικεφαλής της Ι Μεραρχίας, εισήλθε στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη είχε παραδοθεί δύο ημέρες νωρίτερα στον Ελληνικό Στρατό από τον Χασάν Ταχσίν πασά, αρχιστράτηγο των οθωμανικών δυνάμεων που επί είκοσι ημέρες δεν είχαν καταφέρει να ανακόψουν τη νικηφόρα πορεία των ελληνικών στρατευμάτων.
Ο ρόλος της διπλωματίας και των συμμάχων: Οι Βουλγαρικές φιλοδοξίες για την πόλη
Η επιτυχής κατάληψη της Θεσσαλονίκης προκάλεσε ανησυχία στους συμμάχους, κυρίως στη Βουλγαρία, που είχε επίσης στρατιωτικές δυνάμεις κοντά στην πόλη και διεκδικούσε κυριαρχία στην περιοχή. Το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, οι βουλγαρικές δυνάμεις εισήλθαν στην πόλη χωρίς άδεια, δημιουργώντας ένταση με τους Έλληνες. Αν και η διπλωματία κατέφερε να αποτρέψει μια ανοιχτή σύγκρουση, το περιστατικό ήταν μια ένδειξη των μελλοντικών διαφωνιών που θα οδηγούσαν στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο.
Ο ρόλος του Βενιζέλου και η εθνική ενοποίηση
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε τον πυρήνα της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου για εθνική ολοκλήρωση. Η ένταξη της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος συνέβαλε στην ενίσχυση της εθνικής ενότητας, στη διεύρυνση των συνόρων και στην εγκαθίδρυση της Ελλάδας ως κυρίαρχης δύναμης στα Βαλκάνια.
Πηγές:
- Δούσμανης, Βίκτωρ. 1946. Ἀπομνημονεύματα. Ἱστορικαὶ σελίδες τὰς ὁποίας ἔζησα. Ἀθῆναι: Ἐκδοτικὸς οἶκος Πέτρου Δημητράκου Α.Ε.
- Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. 1987. Επίτομη ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913. Αθήνα: Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
- Κουζινόπουλος, Σπύρος. 1997. Το μεγάλο άλμα. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.