Ο χειμώνας του 1941-42, έχει μείνει στην ιστορία, σαν ο δυσκολότερος χειμώνας όχι μόνο του πολέμου, αλλά της σύγχρονης ιστορίας της Αθήνας. Το κύριο χαρακτηριστικό του χειμώνα, ήταν παντελής έλλειψη τροφής που είχε συνέπεια τον θάνατο χιλιάδων Αθηναίων, από ασιτία, ενώ την σφραγίδα του, άφησε και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, καθώς τόσο οι παθήσεις που είχαν εμφανιστεί σε όσους επιβίωσαν, αλλά και η αβιταμίνωση σε μεγάλο τμήμα του παιδικού πληθυσμού ήταν άλλος ένας «απόηχος» της κατοχής.
Ο χειμώνας του 1941-42, έμεινε στην ιστορία, σαν ο λιμός της Αθήνας. Στα σπίτια και στους δρόμους της Αθήνας, άκουγες μια λέξη «πεινάω».
Στην Ελλάδα οι Γερμανοί προσπάθησαν από την πρώτη στιγμή να λεηλατήσουν τους πόρους της χώρας όχι μόνο για τις ανάγκες των κατοχικών στρατευμάτων αλλά γενικότερα για την πολεμική τους προσπάθεια.
Οι μέθοδοι είναι γενικά γνωστές: κατασχέσεις, επιτάξεις, κυκλοφορία ακάλυπτου νομίσματος, επιβάρυνση της χώρας με υπέρμετρα «έξοδα κατοχής». Λίγο τους ενδιέφερε το αντίκτυπο όλων αυτών στην εικόνα τους απέναντι στον πληθυσμό. Κατά αυτό τον τρόπο ο Άξονας εξασφάλισε ότι μια ήδη υπανάπτυκτη χώρα με μικρά έσοδα μετέφερε ένα σημαντικό μερίδιο του εθνικού της πλούτου για την στήριξη της πολεμικής του προσπάθειας.
Πρωταρχική αιτία του λιμού, όπως και όλων των άλλων τότε δεινών για τη χώρα, υπήρξε η γερμανική κατοχή. Χωρίς αυτήν την πρώτη «κινητήρια» αιτία δεν θα συνέβαιναν όλα τα υπόλοιπα που συνέτειναν στην εμφάνιση του φαινομένου. Μπροστά στις ανάγκες της Γερμανίας, ελάχιστη σημασία είχαν οι όροι επιβίωσης των υπόδουλων πληθυσμών, ειδικά στην Ανατολική Ευρώπη, που θεωρούνταν ως «ζωτικός χώρος» κατά τη ναζιστική ιδεολογία και πρακτική. Τις τύχες αυτής της περιοχής ακολούθησε σε γενικές γραμμές και η Ελλάδα.
Η εξάρτηση από τους θαλάσσιους δρόμους στάθηκε μοιραία για τον ανεφοδιασμό ειδικά της Αθήνας και του Πειραιά τον πρώτο χειμώνα της κατοχής καθώς οι Σύμμαχοι είχαν αποκλείσει από τη θάλασσα την επικράτεια του Άξονα.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1941 άρχισαν να φαίνονται καθαρά οι συνέπειες του υποσιτισμού και τον Νοέμβριο άρχισαν οι πρώτοι θάνατοι από την πείνα
Η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού και η χρησιμοποίηση του από τις κατοχικές δυνάμεις για τους σκοπούς τους αλλά και η τοποθέτηση μιας κυβέρνησης δωσιλόγων οδήγησε στην αποστασιοποίηση της κοινωνίας από το μηχανισμό αυτό. Οι αγρότες προπολεμικά παρέδιδαν τη σοδειά τους στο κράτος σε προσυμφωνημένες τιμές μέσω του συστήματος της συγκέντρωσης της παραγωγής. Μέσα στην κατοχή κανένας δεν ήταν πρόθυμος να παραδώσει τη σοδειά του φοβούμενος ότι θα καταλήξει στις κατοχικές δυνάμεις και μάλιστα έναντι χρηματικού τιμήματος, το όποιο είχε πλέον μηδαμινή αξία. Επιπλέον έλειπαν τα μεταφορικά μέσα για τη μεταφορά προς τα αστικά κέντρα, τα αυτοκίνητα είχαν επιταχτεί και τα καύσιμα επίσης. Δεν είναι μάλλον τυχαίο ότι το αποκορύφωμα των θανάτων στην Αθήνα συνέπεσε με τη διακοπή των σιδηροδρομικών δρομολογίων για ένα μήνα, το Δεκέμβριο του 1941. Τέλος, η χώρα είχε χάσει τη διοικητική συνοχή της καθώς είχε τρεις κατακτητές που λίγο τους ενδιέφερε τι γινόταν παραπέρα. Οι εύφορες περιοχές υπό βουλγαρική κατοχή αποκόπηκαν από τον υπόλοιπο κορμό της χώρας ενώ το λάδι της Κρήτης ή της Μυτιλήνης ήταν στα χέρια του γερμανικού στρατού.
Το Μάιο η έλλειψη τροφίμων ήταν φανερή στην Αθήνα και μέχρι τον Ιούνιο στις επαρχίες. Τον Ιούλιο 1941 ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Ελλάδα Μακ Βη έκανε λόγο «για πορεία προς την πείνα».
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Επιτροπής Σμπαρούνη σχετικά με τις επισιτιστικές ανάγκες της Ελλάδας, στην οποία συμμετείχαν εκτός από τον Α. Σμπαρούνη ως πρόεδρο και οι Ζολώτας, Αγγελόπουλος, Ευελπίδης κ.ά., η κρατική προσπάθεια μέσω του «Δελτίου Τροφίμων» την περίοδο Ιουλίου 1941 – Μαρτίου 1942 δεν εξασφάλισε στον πληθυσμό της Αθήνας ούτε το 30% του ελάχιστου ορίου θερμίδων για την επιβίωση ενός ανθρώπου.
Τα «αυτόνομα» εργοστάσια, ήταν μεταξύ άλλων και η πηγή της μαύρης αγοράς, που άνθισε κατά την διάρκεια της κατοχής, στα μεγάλα αστικά κέντρα. Μαύρη αγορά, εννοούμε το σύστημα αγορά που δεν ελέγχεται, από τις κρατικές αρχές. Η έλλειψη τροφίμων και των λοιπών καταναλωτικών αγαθών, έκανε την εμφάνιση της, από νωρίς. Όπως προαναφέρθηκε νωρίτερα, η αγροτική και κτηνοτροφική μειώθηκε και σε συνάρτηση με την μικρή βιομηχανική παραγωγή, έκανε την εμφάνιση η πείνα και ο λοιμός. Λέγεται πως μόνο στην Αθήνα και των Πειραιά πέθαιναν καθημερινά, πάνω από 1000 άτομα1.
Η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη, αλλά και όσοι εργάζονταν, είδαν το ημερομίσθιο να μην στέκεται ικανό, να προσφέρει τα απαραίτητα, αγαθά. Πριν τον πόλεμο, με ένα ημερομίσθιο, ένας εργαζόμενος, θα μπορούσε να αγοράσει, τέσσερα «καλάθια», που το καθένα περιείχε 100 γρ κρέας, 150 γρ ρύζι, 500 γρ ψωμί, 50 γρ ελαιόλαδο, 30 γρ σαπούνι, 200 γρ γάλα και 50 γρ ζάχαρη. Κατά την διάρκεια της κατοχής, με την πληθωριστικές τάσεις που παρουσιάστηκαν, ένα ημερομίσθιο ισοδυναμούσε με τα 4/5 του ενός καλαθιού .
Η μαύρη αγορά
Η δραματική άνοδος των τιμών δεν οφείλονταν μόνο στον άκρατο πληθωρισμό, αλλά και στην λειτουργία της μαύρης και την συσσώρευση και την διακίνηση των αγαθών, από λίγα άτομα.
Ήταν ένας μηχανισμός ελέγχου, των τροφίμων, κάτω από την μύτη των γερμανικών αρχών και των δοσίλογων κυβερνήσεων. Οι δωσίλογες κυβερνήσεις, για να αποκτήσουν ένα υποτυπώδες λαϊκό έρεισμα κατά καιρούς, προσπάθησαν να πατάξουν τους μαυραγορίτες χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η μαύρη αγορά ήταν μηχανισμός συγκέντρωσης πλούτου στα χέρια των προμηθευτών. Τα είδη που ανταλλάσσονταν ήταν χρυσά νομίσματα, έργα τέχνης, κοσμήματα, ακίνητα και έγγραφα μεταβίβασης προπολεμικών λογαριασμών σε στερλίνες που υπήρχαν σε βρετανικές τράπεζες. Τα ακίνητα πουλήθηκαν και ανταλλάχθηκαν στο 25% τα μεγάλα και στο 6% με 15% τα μεσαία και μικρά.
Ο καθημερινός κόσμος προσπαθούσε να επιβιώσει είτε με ό,τι είχε αποθηκεύσει, είτε πηγαίνοντας στα πατρικά εδάφη της επαρχίας είτε μέσω της μαύρης αγοράς.
Ενδεικτικά, τιμή οκάς: το κοτόπουλο πωλείται προς 400 εκατομμύρια, η ζάχαρη προς 280 εκατ., το ρύζι προς 420 εκατ., το λάδι προς 600 εκατ., ο τράγος και το
βοδινό προς 260 εκατ., οι μαρίδες προς 100 εκατ., το βούτυρο 850 εκατ., τα ζυμαρικά 100 εκατ. και το γάλα της Ούλεν 70 εκατ
Η χρυσή λίρα, αποτέλεσε το ισχυρό ανταλλακτικό και αγοραστικό εργαλείο, την πρωταρχική μορφή περιουσίας, κατά την διάρκεια της κατοχής . Οι κάτοχοι υψηλών λογαριασμών σε δραχμές τις μετέτρεψαν γρήγορα σε λίρες.
Τον Ιούλιο, ο Χέρμαν Νέουμπασερ, για να βάλει φρένο στο καλπάζοντα πληθωρισμό. Εγκρίθηκε η αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας από τον σουηδικό Ερυθρό Σταυρό, ενώ συνεχίστηκε η άντληση πόρων από την Τράπεζα της Ελλάδος για έξοδα κατοχής στο πλαίσιο του κατοχικού δανείου. Η ελληνική οικονομία, στο τέλος του πολέμου βρέθηκε σε δυσχερή θέση κατάσταση, ο παραγωγικός της ιστός είχε διαρραγεί.
Στο ιδιόχειρο ημερολόγιο του Δ. Βουτυρά διαβάζουμε:
«Μέρες απαίσιες. Άνθρωποι πέφτουν στο δρόμο, άνθρωποι πεθαίνουν στα σπίτια και μένουν μέρες εκεί. Σα να ‘πεσε χολέρα, πανούκλα κι όλες οι αρρώστιες που δέρνουν την ανθρωπότητα, να ‘πεσαν στο μέρος αυτό. Σωρηδόν κατεβαίνει ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς στον Άδη. Γέμισαν τα νεκροταφεία. Δεν μπόρεσαν να τους θάψουν οι νεκροθάφτες. Και σκάβουν λάκκους μεγαλύτερους και τους ρίχνουν μέσα».
Το 50% των θανάτων που καταγράφονται στο Ληξιαρχείο Αθηνών κατά το χρονικό διάστημα της Κατοχής σημειώθηκε τα έτη 1941-1942. Ο λιμός στοίχισε τη ζωή σε 40-45.000 ανθρώπους εκείνο το χειμώνα.
Ο λιμός δεν περιορίστηκε μόνο το χειμώνα 1941-1942 αλλά μια σοβαρή επισιτιστική κρίση κυριάρχησε στη χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ξενικής κατοχής. Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός σε έκθεσή του μετά την απελευθέρωση της χώρας εκτιμούσε ότι 250.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει άμεσα ή έμμεσα από την πείνα.
Γράφημα που απεικονίζει τις συνέπειες του φονικού λιμού της Κατοχής στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας.
Ποιους χτύπησε περισσότερο η πείνα
Ο λιμός ήταν θανατηφόρος για όσους βρίσκονταν στη χαμηλότερη κοινωνική κλίμακα και βρέθηκαν χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο ή κοινωνική διασύνδεση που θα μπορούσε να τους γλιτώσει από τα χειρότερα. Πολλά θύματα υπήρξαν ανάμεσα στους τραυματίες και αρρώστους του στρατού της Αλβανίας που αφέθηκαν εν πολλοίς στην τύχη τους στα νοσοκομεία. Αλλά και οι υγιείς επαρχιώτες πρώην συνάδελφοι τους δεν είχαν πολύ καλύτερη τύχη. Μη μπορώντας να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, έγιναν επαίτες στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά και αποδεκατίστηκαν από την πείνα και το κρύο. Χαρακτηριστική περίπτωση οι άνδρες της πρώην 5ης Μεραρχίας Κρήτης.
Οι πρόσφυγες του 1922 ήταν μια άλλη κατηγορία που δοκιμάστηκε σκληρά. Λίγα χρόνια μετά την άφιξη τους, παρέμεναν σε παραπήγματα στις προσφυγικές γειτονιές όντας οι περισσότεροι εργάτες σε βιομηχανίες ή κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Με την οικονομική κρίση που προκάλεσε η κατοχή έμειναν οι περισσότεροι χωρίς δουλειά και εισόδημα ενώ επιπλέον δεν είχαν κοινωνικές διασυνδέσεις με άλλους σε καλύτερη τύχη ούτε χωριά στην ύπαιθρο για να καταφύγουν και να επιβιώσουν. Γενικότερα δοκιμάστηκαν από την πείνα όσοι στηρίζονταν στο μισθό ή τη σύνταξη τους για να τα βγάλουν πέρα, τα εργατικά και δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα, μιας και το χρήμα έχασε γρήγορα την αξία του. Οι πρώτες διεκδικήσεις εργαζομένων, που προμηνύουν τους μεγάλους αγώνες της κατοπινής αντιστασιακής περιόδου, αφορούν την πληρωμή τους σε είδος ενώ λίγο μετά οργανωμένοι σε συνεταιρισμούς οι εργαζόμενοι διεκδικούν από το κατοχικό κράτος μεγαλύτερο μέρος από τη διεθνή βοήθεια.
Αγροτική και Βιομηχανική παραγωγή, στην κατεχόμενη Ελλάδα
Η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, τα χρόνια της κατοχής μειώθηκε παρασάγγας. Οι καλλιέργειες καταστρέφονται όχι μόνο από την διέλευση στρατιωτικών αγημάτων αλλά και από την έλλειψη εμπλουτισμού της γης, λόγω έλλειψης λιπασμάτων και από την μερική ή ολική διάλυση του οδικού δικτύου. 1
Τ α αποθέματα προορίζονταν για τον στρατό και για τις ανάγκες του άμαχου πληθυσμού και η επίταξη τους, υπήρξε ο σπουδαιότερος παράγοντας για την πείνα του χειμώνα 1941-42. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε με την επίταξη και των συγκοινωνιακών μέσων καθώς δεν μπορούσε να μεταφερθεί η σοδειά, από τους αγρούς στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ άλλα εφόδια παρέμειναν απροσπέλαστα, εξαιτίας του ναυτικού αποκλεισμού της Ελλάδας, από τους συμμάχους. 2
Η επίταξη των μέσων συγκοινωνίας και των καυσίμων επέφερε σοβαρά προβλήματα , γιατί έκανε αδύνατο τον εφοδιασμό των πόλεων. Η έλλειψη καυσίμων έκανε αδύνατη την κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Μια πατέντα της εποχής, που σε βοήθησε στην χρησιμοποίηση μέρων των αυτοκινήτων ήταν τα γκαζοζέν 3.
Οι «πολεμικές» μετακινήσεις
Από τον Οκτώβριο του 1940, ως τον Νοέμβριο του 1941, παρατηρούνται μετακινήσεις πληθυσμών, λόγω του πολεμικών επιχειρήσεων. Τα φαινόμενα είναι εντονότερα στην Ήπειρο, λόγω της Ιταλικής επίθεσης και ελληνικής αντεπίθεσης, στον Βορρά, λόγο της Γερμανικής εισβολής και στην Κρήτη, λόγω της αντίστασης των συμμαχικών δυνάμεων .
Μετακινήσεις παρατηρούνται και κατά την διάρκεια της κατοχής. Κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας /Θράκης μετακινούνται προς τα αστικά κέντρα και περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας, λόγω της Βουλγαρικής κατοχής.
Παράλληλα, μετακινήσεις παρατηρήθηκαν και προς αστικές περιοχές και αντίστροφα προς αγροτικές περιοχές. Αστικοποιημένοι πληθυσμοί επιστρέφουν στις αγροτικές περιοχές και πληθυσμοί που κατοικούν σε «επίμαχες» περιοχές, μετακινούνται σε πόλεις.
Ένα μήνα μετά την κατάρρευση του μετώπου, τον Μάιο, του 1941, ιδρύεται η οργάνωση Εθνική Αλληλεγγύη, που είχε ως σκοπό την σίτιση και την περίθαλψη των θυμάτων.1 Η οργάνωση είναι η πρώτη που ιδρύθηκε και έχει αναγνωρισθεί και επίσημα, από το ελληνικό κράτος 2.
Τα τελευταία χρόνια της κατοχής, λύσης έδωσε και η οργάνωση Ενιαίο Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Η ανεπάρκεια τροφίμων, έγινε ξανά ιδιαίτερη αισθητή το χειμώνα του ΄43 και το ΕΑΜ, με συχνούς εφόδους, κατόρθωνε και κάτεσχε τρόφιμα, από τους μεγαλέμπορους μαυραγορίτες. Με τα κατασχεμένα τρόφιμα οργανώθηκαν συσσίτια , που έδωσαν λύσεις στην μάστιγα της πείνας.
Και η Εκκλησία, όμως δραστηριοποιήθηκε σημαντικά στον τομέα της πρόνοιας στην περίοδο της μεγάλης πείνας για τον ελληνικό λαό. Το 1941 ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ιδρύει στην Αθήνα την ΕΟΧΑ (Εθνικός Οργανισμός Χριστιανικής Αλληλεγγύης
ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ, Σ., «Μαύρη αγορά, πληθωρισμός και βία στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας», στο Χ. ΦΛΑΪΣΕΡ, Σ. ΜΠΟΟΥΜΑΝ, (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, Αθήνα, Θεμέλιο, 1984
ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ Β., Οικονομία και Πολιτική στην Ελλάδα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, Διδακτορική διατριβή Α.Π. Θ., Σχολή νομικών, οικονομικών και πολιτικών επιστήμων, Τμήμα Πολιτικών Επιστήμων, Θεσσαλονίκη 2014
ΧΙΟΝΙΔΟΥ, ΒΙΟΛ., Λιμός και Θάνατος στην κατοχική Ελλάδα, 1941-1944, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011,